ποδηγεσία

ποδηγεσία
η, ΝΜΑ [ποδηγέτης]
το να οδηγεί, να καθοδηγεί κανείς κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποδηγέτηση — η, Ν ποδηγεσία, καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηγετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηγέτησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”